ξεστρατίζω

ξεστρατίζω
[ксэстратизо] ρ.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεστρατίζω" в других словарях:

  • ξεστρατίζω — ξεστρατίζω, ξεστράτισα, ξεστρατισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεστρατίζω — 1. παρεκκλίνω από τον σωστό δρόμο 2. μτφ. ξεφεύγω από τον δρόμο τής ηθικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)* + στράτα] …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεστράτισμα — το [ξεστρατίζω] 1. παρέκκλιση από την ευθεία οδό 2. μτφ. ηθική εκτροπή, απομάκρυνση από τον δρόμο τής ηθικής …   Dictionary of Greek

  • παραστρατίζω — παραστράτισα, παραστρατισμένος 1. μτβ., βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο, τον ξεστρατίζω, τον σπρώχνω στον κακό δρόμο. 2. αμτβ., βγαίνω έξω από το σωστό δρόμο, πέφτω σε ηθική εκτροπή: Σήμερα δεν είναι δύσκολο να παραστρατίσουν τα παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»